ἐβίαζε

ἐβίαζε
βιάζω
constrain
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βιάζω — βιάζω, βίασα βλ. πίν. 35 (προφ. βι άζω) Σημειώσεις: βιάζω : καμιά φορά απαντάται και ο τύπος έβιαζα με την έννοια αναγκάζω, π.χ. Μια κεκτημένη ταχύτητα την έβιαζε να ετοιμάζει φαγητό [Κυρία Κούλα, σελ. 58] …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”